- Διαγόραν
- Διαγόρᾱν , Διαγόρηςmasc acc sg (attic epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επαναγορεύω — ἐπαναγορεύω (Α) 1. αναγορεύω, διακηρύσσω δημόσια 2. απρόσ. ἐπαναγορεύεται γίνεται προκήρυξη («ἐπαναγορεύεται, ἤν ἀποκτείνη τις ὑμῶν Διαγόραν τὸν Μήλιον, λαμβάνειν τάλαντον», Αριστοφ.) … Dictionary of Greek